κυανογουανιδίνη

κυανογουανιδίνη
η
1. (βιοχ.) συμπυκνωτικό αντιδραστήριο που προέρχεται από τον διμερισμό τού κυαναμιδίου
2. χημ. άλλη ονομασία τού δικυανοδιαμιδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cyanoguanidine < cyan(o)- (< κύανος) + guanidine < guan- (< guanine < guano < ισπ. guano + κατάλ. -ine) + κατάλ. idine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”